- Ιωακείμ
- I
Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821-24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς το πρόσωπό του.2. Νεραντζούλης (Κωνσταντινούπολη 1941 –). Μητροπολίτης Χαλκηδόνας (1991-), Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Βιθυνίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1966), ενώ την ίδια περίοδο χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε για αρκετά χρόνια στην πατριαρχική αυλή ως διάκονος της σειράς και Δευτερεύων. Το 1973 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου βοηθός επίσκοπος Μελιτηνής και υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελος του πατριαρχείου (1974-91). Το 1977 εξελέγη μητροπολίτης Μελιτηνής. Η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην ανακαίνιση του πατριαρχικού οίκου και της βιβλιοθήκης. Προεδρεύει της Συνοδικής Μοναστηριακής Επιτροπής, της Επιτροπής επί της Ανακαινίσεως, Εξωραϊσμού και Συντηρήσεως του Πατριαρχικού Ναού και οίκου, της Επιτροπής επί των Ευρωπαϊκών Θεμάτων, του Νομικού Συμβουλίου, της Επιτροπής επί της αξιοποιήσεως της περιουσίας του οικουμενικού πατριαρχείου κ.ά.IIΌνομα τεσσάρων πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.1. I. A’ (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1499-1502). Για ένα μικρό χρονικό διάστημα τον τελευταίο χρόνο της πατριαρχίας του, εξαιτίας διαφωνιών με το παλάτι, απείχε των καθηκόντων του.2. I. B’ (Καλλιμάσια Χίου 1802 – Χάλκη 1878). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1860-63 και 1873-78). Πριν εκλεγεί πατριάρχης, διετέλεσε επίσκοπος της Δρυϊνούπολης των Ιωαννίνων και της Κυζίκου. Την περίοδο της πατριαρχίας του προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον προσηλυτισμό Ελλήνων κληρικών και λαϊκών στο Καθολικό δόγμα, να εξομαλύνει τις σχέσεις του πατριαρχείου με τους Βούλγαρους αρχιερείς και να ματαιώσει την εφαρμογή των νέων εκκλησιαστικών κανονισμών, που είχαν προτείνει οι νεωτεριστές κληρικοί και λαϊκοί.3. I. Γ’ (Βαφειοχώρι 1834 – Κωνσταντινούπολη 1912). Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1878-82 και 1901-12). Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Βάρνας (1864) και έπειτα Θεσσαλονίκης. Προικισμένος με σπάνιες διοικητικές ικανότητες και οξύτατη πολιτική διορατικότητα, ο I. Γ’, περνώντας από τον οικουμενικό θρόνο, άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του: ανόρθωσε τα οικονομικά της Εκκλησίας, αναστήλωσε τον πατριαρχικό ναό στο Φανάρι, ανασυνέστησε το πατριαρχικό τυπογραφείο και ίδρυσε το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του πατριαρχείου, την Εκκλησιαστική Αλήθεια (1880 -1923). Παράλληλα θεμελίωσε το νέο λαμπρό μέγαρο της Μεγάλης του Γένους Σχολής και πρωτοστάτησε στη σύσταση πολυάριθμων εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Κατά τη δεύτερη ιδίως πατριαρχία του, που συμπίπτει με τη ραγδαία κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του ελληνισμού της Τουρκίας αλλά και με την ένταση του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού για τη Μακεδονία και με τη δυσοίωνη άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία, ο I. Γ’ χειρίστηκε με σπάνια διπλωματική δεξιοτεχνία τα ζητήματα που προέκυψαν και αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή με πανελλήνιο κύρος.4. I. Δ’ (19ος αι.). Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1884-86). Γεννήθηκε στη Χίο και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Πριν ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο διετέλεσε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, μητροπολίτης Λαρίσης και μητροπολίτης Δέρκων.IIIΌνομα βιβλικών προσώπων.1. Δέκατος όγδοος βασιλιάς του Ιούδα (αρχές 7ου αι. π.Χ). Γιος του Ιωσία, ανέβηκε στον θρόνο μετά το αίτημα του φαραώ της Αιγύπτου Νεχώ και διαδέχθηκε τον αδελφό του, Ιωάχαζ, ο οποίος βασίλεψε μόνο τρεις μήνες. Όταν ανέβηκε στον θρόνο, άλλαξε το αρχικό του όνομα Eλιακείμ σε Ιωακείμ. Το διάστημα της βασιλείας του υποχρεώθηκε να πληρώνει στον φαραώ μεγάλο χρηματικό ποσό ως φόρο υποτέλειας. Λίγο αργότερα, μετά την ήττα των Αιγυπτίων στη μάχη του Καρκέμις, έγινε φόρου υποτελής στους Βαβυλωνίους. Πέθανε στην Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον Ναβουχοδονόσορ.2. Δέκατος ένατος βασιλιάς του Ιούδα (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Παραδόθηκε με τη θέλησή του στον Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ (εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη βαβυλώνια αιχμαλωσία των Εβραίων). Ο I. έζησε 37 χρόνια αιχμαλωσίας έως την απελευθέρωσή του από τον Μαρδοχαίο.3. Ο σύζυγος της αγίας Άννας και πατέρας της Παρθένου Μαρίας. Το όνομά του δεν μνημονεύεται στα κανονικά βιβλία της ΚαινήςΔιαθήκης. Στο απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου αναφέρεται ότι ο I. ήταν πλούσιος βοσκός, που παντρεύτηκε την Άννα και απέκτησε μαζί της τη Μαριάμ. Η μνήμη των συζύγων τιμάται στις 9 Σεπτεμβρίου.
Τοιχογραφία του Τζιότο ντι Μποντόνε με τίτλο «Το όνειρο του Ιωακείμ», μία από τις πιο αξιόλογες του μεγάλου Ιταλού ζωγράφου, αξιοθαύμαστης λιτότητας και αρμονίας γραμμών (Παρεκκλήσι Στροβένι, Πάντοβα).
Dictionary of Greek. 2013.